- ογκρα(ν)τέν
- τοάκλ. τρόπος μαγειρέματος και είδος φαγητού που έχει ως βάση άσπρη σάλτσα και αβγά και γίνεται συνήθως στο φούρνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. au gratin «υπόλειμμα φαγητού» και «τσιγάρισμα, φρύγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.